Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ψυχρούλα — η, Ν [ψύχρα] υποκορ. τού ψύχρα … Dictionary of Greek
ψυχρούλα — η υποκορ. του ψύχρα ελαφρό ψύχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)